- καλιά
- η уст. шалаш;
§ ερωτική καλιά — гнёздышко влюблённых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ερωτική καλιά — гнёздышко влюблённых
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλιά — καλιά̱ , καλιά wooden dwelling fem nom/voc/acc dual (ionic) καλιά̱ , καλιά wooden dwelling fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) καλιάς hut fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιᾷ — καλιά wooden dwelling fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιά — η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ) νεοελλ. καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά) αρχ. 1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα 2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας 3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που… … Dictionary of Greek
κάλια — κάλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιᾶι — καλιᾷ , καλιά wooden dwelling fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάν — καλιά̱ν , καλιά wooden dwelling fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιάς — καλιά̱ς , καλιά wooden dwelling fem acc pl (ionic) καλιάς hut fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιαῖς — καλιά wooden dwelling fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιαί — καλιά wooden dwelling fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιᾶς — καλιά wooden dwelling fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλιῆς — καλιά wooden dwelling fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)